• Αναζήτηση

Κακό, πρόχειρο αλλά και επικίνδυνο το νομοσχέδιο της συνεπιμέλειας

*της Νάντιας Γιαννακοπούλου

 

Πριν από μήνες και για πολύ καιρό, στο δρόμο προς και από το σπίτι μου, πάνω στην πεζογέφυρα του περιφερειακού στην Κατεχάκη, παρατηρούσα κρεμασμένο ένα χειρόγραφο πανό με το οποίο ένας πατέρας διεκδικούσε τη συνεπιμέλεια του παιδιού του. Μετά από κάποιο διάστημα, μάλιστα, το πανό αντικαταστάθηκε από ένα πολύ καλύτερο, που ήταν τυπωμένο, καθαρό, και είχε πλέον ένα ευδιάκριτο σύνθημα για «υποχρεωτική συνεπιμέλεια». Και όσο περνούσε ο καιρός, αντίστοιχα πανό εμφανιζόντουσαν και σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας.

Και η αλήθεια είναι ποιος θα μπορούσε να είναι κατά της συνεπιμέλειας; Επί της αρχής, κανείς. Ίσως επειδή ο όρος μπερδεύεται με την κοινή γονική μέριμνα, η οποία βέβαια ισχύει στην Ελλάδα από το 1983. Όλοι προτιμούν ένα χωρισμένο ζευγάρι να μεγαλώνει το παιδί με κοινή φροντίδα. Και είναι πράγματι αξιοθαύμαστο να συνεχίζουν δύο άνθρωποι να αποτελούν ζευγάρι ως γονείς, χωρίς να μένουν ζευγάρι στη μεταξύ τους σχέση. Να προσπαθούν, πράγμα δύσκολο, να συλλειτουργούν με πολλαπλές και συχνά επώδυνες ιδιότητες για χάρη του παιδιού.

Όμως, τι γίνεται όταν ένα ζευγάρι χωρίζει με αντιδικία και οι γονείς δε μπορούν να τα βρουν;

Άρα, εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί το νομοσχέδιο, που μπήκε στη διαβούλευση πριν από λίγες εβδομάδες, – αν και η αρμόδια Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή έχει καταθέσει το πόρισμά της εδώ και μήνες –  έχει δημιουργήσει τόσες αντιδράσεις;

Γιατί οι έγκριτοι νομικοί που συμμετείχαν στην Νομοπαρασκευαστική επιτροπή εκδηλώνουν ανοιχτά τις διαφωνίες τους με το τελικό draft;

Γιατί οι γυναικείες οργανώσεις διαδηλώνουν και αντιτίθενται σφόδρα;

Γιατί προφανώς αυτό το Σχέδιο Νόμου είναι άκρως προβληματικό!!! Και θα εξηγήσω παρακάτω τι εννοώ!!! Και έχω σοβαρές επιφυλάξεις, μετά από πάρα πολλές συζητήσεις που έχω κάνει με εμπλεκόμενους φορείς, για το εάν αυτό το Σχέδιο Νόμου μπορεί τελικά να διορθωθεί, ή αν είναι μονόδρομος να αποσυρθεί!!!

Ένα είναι το κρίσιμο κριτήριο για να προσεγγίσουμε το θέμα: το συμφέρον του παιδιού.

Το εάν διατηρηθεί μια υγιής έγγαμη συμβίωση ή ακολουθήσει η διακοπή αυτής, δεν πρέπει να διαταράσσει την προτεραιότητα αυτή των γονέων.

Μακάρι να ήταν πάντα έτσι. Δυστυχώς, όμως, στην πληθώρα των περιπτώσεων, οι γονείς δεν καταφέρνουν να συνδυάσουν τις αντικρουόμενες ιδιότητες και να υπερβούν το χάσμα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το παιδί να γίνεται διαπραγματευτικό όπλο για τις προσωπικές τους διαφορές. Το παιδί εργαλειοποιείται και υποφέρει.

Κανείς μας δεν πρέπει να ξεχνάει μια απλή αλήθεια: Τα παιδιά δε χρωστάνε στους γονείς!!! Οι γονείς χρωστάνε στα παιδιά!!!

Στον χώρο του οικογενειακού δικαίου, η τελευταία ρηξικέλευθη και μεγάλη μεταρρύθμιση έγινε με τον ν. 1329/1983, τον νόμο του ΠΑΣΟΚ, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου. Ο νόμος αυτός συμπεριέλαβε τις κατακτήσεις του φεμινιστικού κινήματος και του προοδευτικού κόσμου, των αγώνων της μεταπολίτευσης και αγκαλιάστηκε απ’ όλο το πολιτικό και κοινωνικό στερέωμα ομόθυμα.

–          Καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο, αντί του μέχρι τότε υποχρεωτικά θρησκευτικού

–          Καθιέρωσε το συναινετικό διαζύγιο

–          Θέσπισε το «αυτόματο» διαζύγιο

–         Αποδέσμευσε την επιμέλεια των παιδιών από το φύλο των γονέων τους, αφού όπως είναι γνωστό μέχρι τότε υποχρεωτικά δινόταν στην μητέρα για τα κορίτσια μέχρι την ενηλικίωση και για τα αγόρια μέχρι το 12ο έτος και προέβλεπε την συνεπιμέλεια.

Μετά από 38 χρόνια, μπορούμε να αντιληφθούμε την αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού του πλαισίου του Οικογενειακού Δικαίου, με τις σύγχρονες συνθήκες της κοινωνικής ζωής. Παρ’ όλα αυτά, το κείμενο του Σχεδίου Νόμου που τέθηκε στη διαβούλευση, σε καμία περίπτωση, δυστυχώς λέω εγώ, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «μεταρρύθμιση», όπως προείπα και νωρίτερα, και τα αποτελέσματα που θα επιφέρει στην ελληνική κοινωνία θα την επιστρέψουν, με μαθηματική ακρίβεια , πολλές δεκαετίες πίσω.

Το γεγονός δεν μας εκπλήσσει, καθώς επί κυβερνήσεως της ΝΔ, το Υπουργείο Δικαιοσύνης  έχει δώσει ρεσιτάλ κακής και πρόχειρης νομοθέτησης. Ενδεικτικά, το εν λόγω Νομοσχέδιο είναι εντελώς διαφοροποιημένο σε σχέση και με το κείμενο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής και νομικά επικίνδυνο. Διατάξεις του αντικαταστάθηκαν με νέες, που κανείς δεν γνωρίζει από πού προήλθαν. Με τις πρακτικές που ακολούθησε ο Υπουργός, ιδιαίτερα με την άρνηση να εισέλθει σε ουσιαστικό διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, όπως γυναικείες οργανώσεις, παιδοψυχολόγοι, ενώσεις κακοποιημένων παιδιών και άλλους, πριν τη σύνταξη του τελικού κειμένου, αποδεικνύει ότι η ηγεσία του Υπουργείου, και εν τέλει η κυβέρνηση, δεν έχουν κατανοήσει το βαρυσήμαντο και ειδικό χαρακτήρα των τροποποιήσεων του Οικογενειακού Δικαίου.

Η ξεκάθαρη επιλογή να συνδιαλεχθεί μόνο με την μία πλευρά, που υποστηρίζει τις προτεινόμενες διατάξεις, δηλαδή ένα συγκεκριμένο Lobby χωρισμένων πατεράδων, που προωθεί την ισόχρονη συνεπιμέλεια και την υποχρεωτική εναλλασσόμενη κατοικία, ήταν σίγουρο ότι θα οδηγήσει, τόσο σε μονόπλευρες, άρα και άστοχες προτάσεις, όσο και σε μεγάλες αντιδράσεις από το σύνολο του νομικού κόσμου, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας.

Συνοπτικά, με μία γρήγορη ματιά στα άρθρα του Νομοσχεδίου, δε μπορούμε να μην σταθούμε στα εξής σημεία, τα οποία βέβαια θα μας αναλυθούν εκτενέστερα και καθαρά ως προς την ουσία τους από τους υπόλοιπους αξιόλογους ομιλητές.

Πιο συγκεκριμένα:

Το άρθρο 1511 ΑΚ έρχεται να ταυτίσει το συμφέρον του παιδιού με τα γονείκα δικαιώματα και ορίζει το συμφέρον του τέκνου, κοινό για όλα τα παιδιά, και το συνδέει άμεσα και “πρωτίστως” όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, με την κοινή παρουσία και των δύο γονέων κατά την ανατροφή. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να ορίσει και την άποψη που πρέπει να έχει κάθε δικαστής, για το συμφέρον κάθε τέκνου, οριζόντια. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με όλα τα διεθνή κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος, όπως και με τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.

Στη νομοθεσία καμιάς χώρας δε συναντάται, να περιγράφεται το συμφέρον του παιδιού μόνο στην κοινή ανατροφή, το οποίο είναι μια νομική έννοια ελαστική και δυναμική που μόνο στο δικαστή επαφίεται να εξειδικεύσει.

Στο άρθρο 1513 ΑΚ, προβλέπεται ότι σε περίπτωση διαζυγίου, οι δύο γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Το «εξακολουθούν» είναι παραπλανητικό γιατί το «εξίσου» δεν προβλέπεται κατά τη διάρκεια γάμου. Προφανώς, η λέξη «εξίσου» παραπέμπει πλαγίως στην ισόχρονη άσκηση της επιμέλειας, που πιθανότατα μπορεί μόνο να πραγματωθεί στα πλαίσια εναλλασσόμενης διαμονής του τέκνου. Και βεβαίως η έστω έμμεση υποχρεωτική συνεπιμέλεια θα έχει ως φυσικό αποτέλεσμα και τη μείωση της διατροφής –που συνήθως χορηγείται από τον πατέρα στη μητέρα και όχι το αντίθετο. Οι μισθολογικές ανισότητες μεταξύ των φύλων είναι τεράστιες, ενώ ακόμα και στο σημερινό πλαίσιο υπάρχει πληθώρα μπαμπάδων που δεν καταβάλουν το ποσό που πρέπει, την ώρα που πρέπει.

Στο νομοσχέδιο αναφέρεται τεκμήριο 1/3 του συνολικού χρόνου του παιδιού κατά τον οποίο πρέπει να επικοινωνεί με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει. Ο νομοθέτης, μη λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης και κάθε τέκνου, θεωρεί ότι βελτιώνει μια κατάσταση εισάγοντας έναν, τρόπον τινά, «υπόδειγμα – δείκτη» για τον δικαστή, υποδεικνύοντας του, επί της ουσίας, τη δουλειά του με έναν παντελώς αυθαίρετο τρόπο. Γιατί 1/3 και όχι 1/2 ή όχι 1/4. Η δε αναφορά στο συνολικό χρόνο είναι προφανώς ανέφικτη και θα μείνει “γράμμα κενό” διότι κανένας γονέας δεν μπορεί να επικοινωνεί με τα παιδιά του 8 ώρες την ημέρα ούτε και αυτός με τον οποίο διαμένουν.

Το νομοσχέδιο επιχειρεί να απαριθμήσει  λόγους για τους οποίους θα πρέπει να αφαιρείται η γονική μέριμνα, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε έναν γονέα, αφού οδηγεί σε πλήρη αποξένωση από το παιδί και με το υπάρχον δίκαιο επιβάλλεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνον εφόσον το δικαστήριο το θεωρήσει αναγκαίο. Εδώ πέρα υπάρχει ένα μεγάλο παράδοξο, που έγκειται στο ότι στην προσπάθεια ενδεικτικής απαρίθμησης δεν προτάσσονται λόγοι όπως, η έκθεση του ανηλίκου σε κίνδυνο, οι κακές συνθήκες διαβίωσης, η παραμέληση της υγείας  κ.α. Αντιθέτως προτάσσονται λόγοι όπως η μη διευκόλυνση της επικοινωνίας.

Η δε προχειρότητα του συγκεκριμένου κειμένου, καθίσταται επικίνδυνη στην διάταξη που αναφέρει ότι  για την απομάκρυνση ενός παιδιού από τον ένα γονέα απαιτείται η αμετάκλητη καταδίκη για ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλικά αδικήματα!

Αμετάκλητη καταδίκη σημαίνει καθυστέρηση ως δέκα χρόνια τουλάχιστον, με τον τρόπο απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, δηλαδή με κάθε επισημότητα, παραδίδει τα παιδιά-θύματα στους κακοποιητές τους, καθώς ο νόμος, εάν δεν αποσυρθεί αυτή η διάταξη, θα προβλέπει ότι ένα παιδί που κακοποιείται ή βιώνει την κακοποίηση της μάνας του θα περνάει το 1/3 του χρόνου του με τον κακοποιητή μέχρι να μεγαλώσει. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο προστατευτικός – κατάλληλος γονέας να βρίσκεται σε μόνιμη σύγκρουση καθηκόντων. Ο γονέας που θα καταδικάζεται για το αδίκημα της παραβίασης απόφασης επικοινωνίας, θα βρίσκεται αντιμέτωπος στα αστικά δικαστήρια με το ενδεχόμενο να του αφαιρεθεί η γονική μέριμνα λόγω κακής άσκησης σύμφωνα με το άρθρο 1532. Ωστόσο, σύμφωνα με το νέο άρθρο 1520 ΑΚ, ο γονέας που ενδεχομένως θα έχει διαπράξει ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, καλύπτεται από το αμετάκλητο της δικαστικής απόφασης, που φέρει το νομοσχέδιο και να βρίσκεται στην προνομιακή θέση να διεκδικεί την αφαίρεση της γονικής μέριμνας με όπλο τον σύνδρομό της γονεικής αποξένωσης ή ¨ότι το παιδί ψεύδεται¨. Πραγματικά, μία τέτοια διάταξη, δεν είναι απλά επικίνδυνη, είναι απαράδεκτη και εκτός πραγματικότητας και μας καθιστά όλους μας υπόλογους ως προς την πάγια θέση μας, τόσο για την ενδοοικογενειακή βία, όσο και για περιστατικά έμφυλης βίας, τα οποία μας συγκλόνισαν τους τελευταίους μήνες, ιδιαίτερα μέσα στην καραντίνα που υπήρχε επιδείνωση, από το κύμα αποκαλύψεων και καταγγελιών σχετικά με το γνωστό πλέον ΜeΤoo.  Και αναρωτιέμαι αυτό κατάλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης και η Κυβέρνηση από το πρόσφατο #metoo; Είναι λυπηρό πραγματικά!!!

Πάγια θέση του ΠΑΣΟΚ, και του Κινήματος Αλλαγής, είναι η θέσπιση και η λειτουργία των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Γιατί το πρόβλημα είναι, κατά κύριο λόγο, πρόβλημα δικαστικής πρακτικής. Και όταν ένας δικαστής καλείται μέσα σε ένα πινάκιο, ανάμεσα σε κατασχέσεις και διαταγές πληρωμής, να βγάλει μία προσωρινή διαταγή ανάθεσης επιμέλειας ενός παιδιού, τότε ναι η κατάσταση γίνεται σουρεαλιστική. Οι διατάξεις που αφορούν το Οικογενειακό Δίκαιο, θα πρέπει να ενσωματώνουν την πραγματικότητα και τις ανάγκες της κοινωνίας και να αποτελούν τις κατευθυντήριες γραμμές ενός γενικότερου πλαισίου, που αποσκοπεί στην προστασία του ξεχωριστού συμφέροντος κάθε παιδιού. Οι οριζόντιες ρυθμίσεις του Νομοσχεδίου αυτού, στερούν από τους Δικαστές τη δυνατότητα να εξετάσουν κάθε περίπτωση ξεχωριστά και να μπορέσουν να διασφαλίσουν το συμφέρον κάθε παιδιού ανά υπόθεση. Ο νομοθέτης δεν γνωρίζει την προηγούμενη οικογενειακή ζωή, τη συμπεριφορά των γονέων, τις μεταξύ τους σχέσεις. Ούτε μπορεί να ακούσει τη γνώμη του παιδιού. Ο δικαστής, όμως, μπορεί. Γι’ αυτό τον λόγο, η θέσπιση των Οικογενειακών Δικαστηρίων, στελεχωμένα με εξειδικευμένους Δικαστές πάνω στα ζητήματα αυτά και συνεπικουρούμενη από λοιπούς ειδικούς, κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους, αποτελεί τη μόνη ασφαλή λύση.

Κλείνοντας, το ζήτημα της επιμέλειας των παιδιών δεν πρέπει να κριθεί με μάχες εντυπώσεων και ισχύος. Δεν είναι ζήτημα αν κάποιος τάσσεται «με τις φεμινίστριες» ή «με τους μπαμπάδες», αλλά αν μένει αταλάντευτα με το συμφέρον των παιδιών.

«ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΣΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ. ΕΙΝΑΙ ΓΙΟΙ ΚΑΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ», όπως είχε πει ο ΧαλίλΓκιμπράν – Λιβανοαμερικανός ποιητής και φιλόσοφος.

Αυτό πρέπει να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας, κατά τη συζήτηση των ζητημάτων που αφορούν τις αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο, και με κάθε τρόπο να αποτρέψουμε το «αμαρτίαι γονέων και νομοθετών να παιδεύουσι τέκνα.

Ροή Ειδήσεων