• Αναζήτηση

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο εφευρέτης Άντολφ Ντάσλερ, που ίδρυσε τη γερμανική εταιρία Adidas

Ο Άντολφ “Άντι” Ντάσλερ ήταν Γερμανός τσαγκάρης, εφευρέτης και επιχειρηματίας που ίδρυσε τη γερμανική εταιρία αθλητικών ειδών Adidas. Ο αδερφός του Ρούντι ίδρυσε την Puma. Ο Ντάσλερ ήταν πρωτοπόρος στον σχεδιασμό αθλητικών υποδημάτων και ένας από τους πρώτους που οι πωλήσεις των προϊόντων του διαφημίστηκαν από αθλητές. Ως αποτέλεσμα των σχεδίων του, ο Ντάσλερ εξέλιξε την εταιρεία του στον μεγαλύτερο κατασκευαστή αθλητικών ειδών και εξοπλισμού. Όταν πέθανε, η Adidas είχε 17 εργοστάσια και οι ετήσιες πωλήσεις της έφταναν τα ένα δισεκατομμύριο μάρκα.

Ο Άντολφ Ντάσλερ γεννήθηκε στην Φραγκονική πόλη του Χερτσογκενάουραχ, μια μικρή πόλη περίπου 20 χλμ. έξω από τη Νυρεμβέργη, στις 3 Νοεμβρίου του 1900. Ήταν ο τρίτος γιος και ο νεότερος από τα τέσσερα παιδιά των Κρίστοφ και Πολίνα Ντάσλερ. Τα αδέρφια του ήταν ο Φριτς (γεννήθηκε το 1892), η Μαρί (γεννήθηκε το 1894) και ο Ρούντολφ (γεννήθηκε το 1898). Ο Κρίστοφ υπήρξε ο τελευταίος την οικογένειας των Ντάσλερ που παραδοσιακά ασκούσαν επαγγέλματα σχετικά με την κλωστοϋφαντουργία και την βαφή υφασμάτων.

Με την κατάρρευση της τοπικής βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργίας λόγω ανταγωνισμού από τους βιομηχανικούς παραγωγούς, ο Κρίστοφ εγκατέλειψε τις εμπορικές δραστηριότητες των γονέων του και άρχισε να μαθαίνει ράψιμο για να γίνει τσαγκάρης και βρήκε εργασία σε ένα τοπικό εργοστάσιο, ενώ αργότερα το εργοστάσιο ειδικευόταν στις παντόφλες. (Επίσης, πολλοί άλλοι στο Χερτσογκενάουραχ είχαν στραφεί προς την κατασκευή υποδημάτων και το 1922 η πόλη είχε 112 υποδηματοποιούς σε έναν πληθυσμό 3.500 κατοίκων.) Η Πολίνα δημιούργησε ένα καθαριστήριο στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου εργάστηκε και η κόρη της Μαρί, ενώ τα τρία αγόρια εργάζονταν στην παράδοση των πλυμένων σε όλη την πόλη και έτσι έγιναν γνωστοί ως “αγόρια των πλυντηρίων.”

Τα αδέρφια Ντάσλερ με τον υπουργό Αθλητισμού του Ράιχ, Josef Waitzer (το 1930) / φώτο Αρχείου

Το 1913 ολοκλήρωσε την τυπική εκπαίδευση και ήταν μαθητευόμενος φούρναρης δείχνοντας παντελή αδιαφορία προς το επάγγελμα αυτό, ο Άντι περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του στον αθλητισμό. Με τον παιδικό του φίλο Φριτς Τσέλαϊν, γιος σιδερά, συμμετείχαν σε μια ποικιλία από αθλητικές εκδηλώσεις στο στίβο, ποδόσφαιρο, πυγμαχία, χόκεϊ στον πάγο, σκι και άλμα με σκι. Ο Άντι χρησιμοποιούσε συχνά παραδοσιακό εξοπλισμό όπως ακόντια από ξύλα και δισκοβολία με πέτρες.

Λίγο μετά τον Αύγουστο του 1914 τα αδέρφια του Άντι στρατολογήθηκαν από τον γερμανικό Στρατό. Ο Άντι ολοκλήρωσε τη μαθητεία του αλλά αποφάσισε να μην γίνει φούρναρης. Αντ’ αυτού άρχισε να μαθαίνει ράψιμο από τον πατέρα του. Άρχισε να αναρωτιέται πως οι αλλαγές στον σχεδιασμό των υποδημάτων θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις αθλητικές επιδόσεις. Άρχισε επίσης να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα εξειδικευμένα παπούτσια για κάθε άθλημα, μπορεί να αποφέρουν σημαντικά αποτελέσματα. Ήταν μια ιδέα που θα καθοδηγούσε την μετέπειτα καριέρα και θα επηρέαζε βαθύτατα τον αθλητισμό και τις επιχειρήσεις γύρω από αυτό.

Τον Ιούνιο του 1918 ο Άντολφ έπαψε να θεωρείται μικρός για πόλεμο. Στρατολογήθηκε κι αυτός. Ο πόλεμος μπορεί να τελείωσε για τους Γερμανούς (με την «άνευ όρων» συνθηκολόγησή τους) πριν περάσουν έξι μήνες από την στρατολόγησή του, όμως τον κράτησαν στο στρατό για έναν ακόμη χρόνο. Όταν, τον Οκτώβριο του 1919, ο Άντι γύρισε από το στρατό δεν βρήκε τον Ρούντολφ να δουλεύει στο ίδιο εργοστάσιο με τις παντόφλες με τον πατέρα του, όπου είχε πάει για λίγο καιρό πριν φύγει για το μέτωπο. Οι πωλήσεις είχαν πλέον μειωθεί, άρα και οι θέσεις εργασίας. Ο Ρούντολφ είχε πάει σε ένα εργοστάσιο με πορσελάνες και μετά σε μια επιχείρηση δερμάτων στη Νυρεμβέργη.

Ούτε και το πλυντήριο της μαμάς του βρήκε όταν γύρισε από το στρατό. Το είχε πάρει μαζί της η οικονομική καταστροφή του πολέμου. «Κάθε κρίση κρύβει και μια ευκαιρία», δε λένε; Για τον Άντι ίσχυσε. Το πλυσταριό έγινε τσαγκάρικο κι εκείνος έβαλε μπρος να υλοποιεί τα σχέδια του για τα πατούμενα. «Κάθε αρχή και δύσκολη», δε λένε; Λένε όμως και «μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε»…

H οικία των Ντάσλερ, που μετατράπηκε στο Gebrüder Dassler Schufabrik / φώτο Αρχείου

Ο Άντι Ντάσλερ λοιπόν επέμενε με την τέχνη του τσαγκάρη. Κι ο μπαμπάς του επέμενε να τον στηρίζει, όσο τον έβλεπε να δουλεύει ακούραστα κι αγόγγυστα. Και η οικογένεια του φίλου του τού Φριτς, το ίδιο. Με όλη αυτή την υποστήριξη και με το όραμά του να τον οδηγεί φτάσαμε το 1924 στο «Εργοστάσιο Παπουτσιών Αδελφών Ντάσλερ» (“Gebrüder Dassler Schuhfabrik”). Την τέχνη την είχε μάθει από παλιά και ο Ρούντολφ και είχε κάνει και τα ανάλογα μαθήματα. Ο Άντι έβγαινε, τότε, στην ύπαιθρο για να μετατρέψει σε χρήσιμο υλικό οτιδήποτε από τα συντρίμμια χωρούσε η πλούσια φαντασία του – τα στρατιωτικά κράνη παρείχαν δέρμα για τα παπούτσια, τα κομμάτια των αλεξίπτωτων μετάξι για τις παντόφλες. Οι διάφοροι πειραματισμοί του με υλικά και δέρματα άνοιγαν όλο και περισσότερους νέους ορίζοντες και η ευρεσιτεχνία του ανέβαινε συνεχώς επίπεδα.

Ήταν από τους πρώτους που έφτιαξαν παπούτσια με τάπες και παπούτσια με σφυρήλατα καρφιά, από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν διάφορα είδη δερμάτων. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1928 ήταν οι πρώτοι που τόσοι αθλητές φόρεσαν εξειδικευμένα παπούτσια. Πολλοί τα είχαν πάρει από τους αδερφούς Ντάσλερ. Ακόμη περισσότεροι το 1932, στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες. Και ύστερα ήρθε το 1933.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι διχαστικοί και εθνικιστικοί σπόροι που άφησε στην Ευρώπη το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου άρχισαν να καρπίζουν επικίνδυνα. Το όνομα των καρπών τους ήταν «ναζί». Το Σεπτέμβριο του 1930 ήταν δεύτερο κόμμα στη Γερμανία. Ο δρόμος είχε ανοίξει. Στις αρχές του 1933 η εξουσία ήταν δική τους. Την πρωτομαγιά και οι τρεις αδερφοί Ντάσλερ ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος. Ο Άντι και ο Ρούντολφ έκλειναν τις επιστολές τους με το «χάιλ Χίτλερ». Με τους ανθρώπους του συνεργαζόταν από καιρό. Η ανωτερότητα της άριας φυλής έπρεπε να αποδειχθεί μέσα και από τον αθλητισμό.

Κάποιος τρόπος (θα) βρέθηκε για να ξεπεραστεί ότι ο Τζέσε Όουενς κέρδισε τα τέσσερα χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια μέσα στο στάδιο του Βερολίνου, τρέχοντας και πηδώντας με παπούτσια που του είχε προμηθεύσει προσωπικά ο Άντι. Γεγονός που βοήθησε δυο φορές τα παπούτσια των Ντάσλερ. Μια με την εκτίναξη των πωλήσεων μετά τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου – διακόσιες χιλιάδες ζευγάρια το χρόνο έφτασαν να πουλάνε πριν το ξεκίνημα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Στο τέλος του ήρθε η δεύτερη φορά που το γεγονός ότι τα είχε φορέσει ο Όουενς βοήθησε τα παπούτσια των Ντάσλερ. Δεν τα βοήθησε απλώς, τα έσωσε.

Όταν τα αμερικανικά στρατεύματα έφτασαν στο Χέρτσογκεναουραχ και έμαθαν ότι το εργοστάσιο υποδημάτων που βρήκαν εκεί ήταν αυτό που τα προϊόντα του φορούσε ο τετράκις Χρυσός Ολυμπιονίκης του Βερολίνου, αποφάσισαν να αφήσουν το εργοστάσιο να λειτουργεί κανονικά και πολλοί από τους φαντάρους και τους αξιωματικούς τους έγιναν οι καλύτεροι πελάτες. Μέσα στα χρόνια του πολέμου, αυτός μεταφέρθηκε και μέσα στο σπίτι των Ντάσλερ. Ιδίως ανάμεσα στον Άντι και τον Ρούντολφ που στα χρόνια του πολέμου στρατολογήθηκαν σε διαφορετικές περιόδους στον γερμανικό στρατό.

Μέσα στον πόλεμο ζούσαν στο ίδιο σπίτι o Κρίστοφ, η Πολίν, o Ρούντολφ και ο Άντι με τις γυναίκες τους και πέντε συνολικά εγγόνια. Το κλίμα στην οικογένεια των Ντάσλερ έγινε από πολύ νωρίς πολύ βαρύ. Μάλλον περισσότερο απ’ όλα το βάραινε η άρνηση του Άντι να πάρει τους δυο γιους της αδερφής τους Μαρίας να δουλέψουν στο εργοστάσιο που, αρχικά, λειτουργούσε κατά ένα μέρος για την παραγωγή στρατιωτικού υλικού και κατά ένα άλλο συνέχισε να είναι ένα εργοστάσιο παραγωγής υποδημάτων. Η απόφαση – που πάρθηκε με το επιχείρημα ότι αρκετά οικογενειακά προβλήματα υπήρχαν ήδη στην εταιρεία – οδήγησε στη στρατολόγηση των νεαρών, όπως σχεδόν πάντα συνέβαινε με τους συνομηλίκους τους που δεν απασχολούνταν στις βιομηχανίες που επιτρεπόταν να λειτουργούν. Και όπως ήταν αρκετά πιθανό να συμβεί τα δυο παιδιά της Μαρίας δεν γύρισαν ποτέ από τον πόλεμο.

Κοντά σ’ αυτό ακούγονταν ένα σωρό άλλες ιστορίες, όπως το ότι ο Ρούντολφ είχε κοιμηθεί με τη γυναίκα του Άντι ή ο ισχυρισμός του Άντολφ ότι ο Ρούντολφ έβαζε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης. Μια άλλη ιστορία που τη λένε οι περισσότεροι είναι ότι μια νύχτα του 1943, κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού από τους συμμάχους ο Ρούντολφ που βρισκόταν στο καταφύγιο με την οικογένεια του άκουσε τον Άντι που κατέβαινε με τη γυναίκα του να λέει «οι βρωμομπάσταρδοι επέστρεψαν πάλι». Ο Άντι έλεγε ότι το σχόλιο ήταν για τα συμμαχικά αεροσκάφη και τους πιλότους τους, όμως ο Ρούντολφ ήταν σίγουρος ότι πήγαινε στον ίδιο και την οικογένεια του.

Καθώς οι συγκρούσεις ανάμεσα στα δυο αδέρφια συνεχιζόταν, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και μετά από αυτόν, ο διαχωρισμός των επιχειρήσεων τους ήταν η αναμενόμενη εξέλιξη. Τα πρώτα γράμματα του επιθέτου τού Άντολφ Ντάσλερ δίπλα σε εκείνα του παρατσουκλιού του (Adi-Das) και θα σχηματίσεις την εταιρεία του Adidas. Με τον Ρούντολφ ήταν λίγο πιο δύσκολο. Διότι είναι δύσκολο να μαντέψεις ότι το «ρούντα» (Ru-Da) που προκύπτει με την ίδια διαδικασία έγινε τελικά “Puma”.

Το Χέρτσογκεναουραχ έγινε «η πόλη των σκυμμένων σβέρκων», καθώς οι κάτοικοι περπατούσαν με σκυμμένο το κεφάλι για να βλέπουν τι μάρκα παπούτσια φορούσαν οι άλλοι. Λένε μάλιστα ότι συχνά οι επισκέπτες του Ρούντολφ φορούσαν adidas επειδή γνώριζαν ότι θα τους έστελνε στο υπόγειο να πάρουν ένα ζευγάρι puma καθώς δεν άντεχε να τους βλέπει να φορούν παπούτσια της μισητής εταιρείας του αδερφού του.

Η κόντρα ανάμεσα στα αδέρφια μεγάλωσε ακόμη περισσότερο και κράτησε έως το θάνατό τους. Στο νεκροταφείο του Χέρτσογκεναουραχ θάφτηκαν όσο πιο μακριά γινόταν ο ένας από τον άλλο. Έπρεπε να περάσουν δυο γενιές για να μετριαστούν τα πάθη. Ο Φρανκ Ντάσλερ, εγγονός του Ρούντολφ, δούλεψε και στις δυο επιχειρήσεις, κρέμασε μια πινακίδα έξω από το σπίτι στο οποία έζησαν μαζί τα περισσότερα χρόνια της ζωής τους ο παππούς και ο αδερφός του παππού του και έδειξε το πρώην πλυσταριό απ’ όπου ξεκίνησαν τη διαδρομή τους η adidas και η puma. Εργαζόμενοι και των δύο εταιρειών στο Χέρτσογκεναουραχ συμμετείχαν σε έναν φιλικό αγώνα τον Σεπτέμβριο του 2009, την Παγκόσμια Ημέρα Ειρήνης του ΟΗΕ.

Ροή Ειδήσεων