Ήταν χρόνια σκοτεινά… τότε που η Ελλάδα είχε παγώσει κάτω απ’ τις μπότες των ξένων. Μα πιο βαριά απ’ τις μπότες, ήταν η σιωπή.
Ο λαός δεν ήξερε ποιον να φοβηθεί περισσότερο — τον κατακτητή ή τον διπλανό του.
Κι όμως, μέσα σ’ εκείνη τη νύχτα, οι μη βαμμένοι κράτησαν ένα μικρό φως.
Ένα φως απλό. Ανθρώπινο. Το φως της αξιοπρέπειας.
Δεν είχαν κόμμα. Ούτε λάβαρο. Είχαν χώμα, ψωμί… και το παιδί τους.
Δεν έγραφαν προκηρύξεις — έγραφαν τη ζωή με τα χέρια τους.
Άλλοι στις γειτονιές, κρύβοντας ανθρώπους. Άλλοι στα βουνά, δίχως ένταξη,
μόνο με την ανάγκη να σταθούν όρθιοι.
Αυτοί πολέμησαν για την πατρίδα, όχι για την ιδέα της.
Κι όταν ήρθε η λευτεριά… ήρθε με σημαίες — αλλά χωρίς ειρήνη.
Οι δεξιοί φώναζαν «Πατρίδα!» οι αριστεροί «Λαός!».
Και ανάμεσά τους… η Ελλάδα έσπασε στα δύο.
Η δεξιά ύψωσε τον σταυρό, μα πίσω του έκρυψε το πιστόλι. Εξορίες. Πιστοποιητικά φρονημάτων. Και σιωπή… για όσους δεν έσκυβαν το κεφάλι.
Η αριστερά, πνιγμένη στην πληγή της, σήκωσε τη σημαία του δίκιου.
Μα κι εκείνη βάφτηκε με αίμα αθώων. Όσων δεν ήταν ούτε δεξιοί, ούτε αριστεροί — απλώς άνθρωποι.
Ο φόβος άλλαζε στρατόπεδο, μα ποτέ διεύθυνση. Πάντα χτυπούσε τους ίδιους.
Τους μη βαμμένους.
Και τότε… ήρθαν κι αυτοί — οι κουκουλοφόροι. Όχι οι ιδεολόγοι.
Οι επαγγελματίες της προδοσίας.
Χθες έδειχναν τους πατριώτες για ένα πιάτο φαΐ. Μετά φόρεσαν άλλη κουκούλα, κι έγιναν τιμητές, δικαστές, αρχηγοί. Καθάριζαν τη συνείδησή τους
με τα δάκρυα των άλλων.
Πέρασαν τα χρόνια. Οι στολές μπήκαν στα μουσεία… Μα οι κουκούλες;
Έμειναν. Μόνο που τώρα είναι αόρατες. Φοριούνται με γραβάτα. Με χαμόγελο.
Με μικρόφωνο.
Οι απόγονοι εκείνων των πρόθυμων που έγλειφαν την εξουσία, είναι σήμερα καθισμένοι στα έδρανα. Νομοθετούν. Υπόσχονται. Κι όταν τους κοιτάς,
λες πως κάτι γνώριμο υπάρχει στο βλέμμα τους… ένα βλέμμα που δεν κοιτά ποτέ ίσια.
Κι οι μη βαμμένοι; Ακόμη εδώ. Στις γειτονιές, στα χωράφια, στις δουλειές που κρατούν την Ελλάδα όρθια.
Δεν φοράνε κουκούλες. Δεν αλλάζουν στρατόπεδα. Κρατούν το ίδιο φως που κράτησαν οι παππούδες τους. Το φως της αξιοπρέπειας.
Το φως που δεν έσβησε ποτέ.
Γιατί, στο τέλος… οι βαμμένοι γράφουν την Ιστορία. Μα οι μη βαμμένοι τη σώζουν.
Κι όσο κι αν αλλάζουν πρόσωπα, σημαίες, κόμματα — οι κουκουλοφόροι πάντα θα αποκαλύπτονται, όταν πέφτει η μάσκα.
Κι εκεί, μέσα στο σκοτάδι,
θα μένει πάλι εκείνο το ίδιο φως.
Το φως των ανθρώπων που δεν πρόδωσαν ποτέ την ψυχή τους.
Σωτήρης Σπύρης – Επιχειρηματίας, Πρόεδρος 15μελες Γενικού Εσπερινού Λυκείου Καλαμάτας






