Τον Σταύρο Ξαρχάκο τίμησε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων αναγορεύοντάς τον σε Επίτιμο Διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου. Στην τιμητική εκδήλωση που έγινε στις 13 Ιουλίου στο κατάμεστο Αμφιθέατρο του Συνεδριακού Κέντρου «Κάρολος Παπούλιας» του Πανεπιστημίου, η Πρύτανης, Άννα Κ. Μπατιστάτου τόνισε ότι «σήμερα δεν τιμούμε απλώς έναν σπουδαίο μουσουργό. Τιμούμε έναν πνευματικό άνθρωπο που έδωσε ήχο και φωνή στην ψυχή αυτού του τόπου, που μελοποίησε τη νεοελληνική μας ταυτότητα και με την τέχνη του συνεχίζει να τροφοδοτεί τη φλόγα του πολιτισμού μας».
Πρόσθεσε επίσης ότι «η απόφαση της Φιλοσοφικής Σχολής, να εντάξει τον Σταύρο Ξαρχάκο στους Επίτιμους Διδάκτορές της, αποτελεί την ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης για την ανεκτίμητη παρακαταθήκη του έργου του, που συνετέλεσε ώστε η Ελλάδα να γίνει πιο πλούσια, πιο μεγάλη, πιο παγκόσμια».
Στην αντιφώνηση του ο Σταύρος Ξαρχάκος σημείωσε:
«Ομολογώ πως αυτή η τιμή – επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής – είναι ένας καθρέφτης που μου επιστρέφει με τρόπο ευγενικό και γενναιόδωρο την πορεία μιας ζωής αφιερωμένης στη μουσική, στον πολιτισμό, στην αγωνία να παραμείνει η Ελλάδα όρθια μέσα από τους ήχους της, τις μνήμες της, τα τραγούδια της.
Παλιότερα είχα πει πως για μένα «εν αρχή ην ήχος». Πριν ειπωθεί ο πρώτος ήχος, προηγείται πάντα μια σιωπή. Είναι αυτή η σιωπή που έχει βάρος. Που περιέχει προσμονή, ευθύνη, συγκίνηση, αγωνία. Από αυτή τη σιωπή ξεκινώ κι εγώ σήμερα -όχι ως διδάκτωρ, αλλά ως μαθητής. Της μουσικής και της ζωής…
Κι αν η Φιλοσοφική Σχολή είναι τόπος όπου η γλώσσα, η ιστορία, η σκέψη και η τέχνη συναντιούνται, τότε αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε έναν πνευματικό τόπο που, χωρίς να το ξέρω, υπηρέτησα κι εγώ – όχι με λέξεις, αλλά με νότες. Όχι με διαλέξεις, αλλά με μελωδίες. Και ίσως, όχι με αποδείξεις, αλλά με συναίσθημα.
Τρόπος να αντέχουμε
Η μουσική – όπως και η φιλοσοφία, η ποίηση, η ιστορία – δεν είναι απλώς ένας τρόπος να υπάρχουμε. Είναι ένας τρόπος να αντέχουμε. Είναι ο τρόπος μας να μιλήσουμε όταν οι λέξεις δεν φτάνουν. Να θυμηθούμε όσα δεν πρέπει να ξεχαστούν. Δεν ξέρω αν εγώ διάλεξα τη μουσική ή αν εκείνη με διάλεξε. Αυτό που ξέρω είναι ότι από μικρός άκουγα ήχους εκεί που οι άλλοι άκουγαν σιωπή και άκουγα τη σιωπή ακόμη και μέσα στην οχλαγωγία. Η μουσική μου έμαθε ότι ο κόσμος είναι γεμάτος ρωγμές – κι από αυτές περνάει το φως. Έτσι, όταν πέρασε ο πόλεμος, στο παιδικό μου μυαλό κάθε μελωδία έγινε μια μορφή ελπίδας. Κάθε αρμονία μία εικόνα συμφιλίωσης. Και κάθε αυτοσχεδιασμός μία υπενθύμιση πως η μουσική της ζωής δεν παίζεται πάντα με παρτιτούρα.
Σε αυτή τη μακρά διαδρομή δεν ήμουν ποτέ μόνος. Είχα συνοδοιπόρους: ποιητές, στιχουργούς, ερμηνευτές, ορχήστρες, ακροατές και τα τελευταία χρόνια έχω τα πιο γερά και πολύτιμα στηρίγματα: την Ηρώ, την Ιζόλδη και τον Σταύρο.
Άξιζε και αξίζει τον κόπο η οδύσσειά μου στη μουσική
Και φυσικά τη μεγάλη μου αγάπη: τη χώρα μου! Την Ελλάδα της παράδοσης, της εξέλιξης, της αντίστασης, της ελπίδας. Σήμερα αισθάνομαι για ακόμα μια φορά πως άξιζε και αξίζει τον κόπο η οδύσσειά μου στη μουσική. Όλη αυτή η διαδρομή βρίσκει την επιβεβαίωση πως σε μια χώρα με τόσο δύσκολες συνθήκες για καλλιτέχνες, ο αγώνας κάποτε δικαιώνεται. Ήταν και εξακολουθεί να είναι δύσκολη ζωή για τους καλλιτέχνες στην Ελλάδα και θα πρέπει να τους δοθεί κι άλλος χώρος και άλλες ακόμα ευκαιρίες ώστε να μπορούν να παράγουν πολιτισμό και Τέχνη, να ανθίζουν. Να ανθίζουν και να ομορφαίνουν τον κόσμο μας.
Άλλωστε η παιδεία, όπως κι η μουσική, δεν είναι συσσώρευση. Είναι μεταμόρφωση. Δεν γεμίζεις το μυαλό με πληροφορίες. Διαμορφώνεις ψυχή που ακούει. Το Πανεπιστήμιο είναι ένας τόπος συντονισμού – ανθρώπων, ιδεών, αντιθέσεων. Και ’ αυτό το σημείο θα σταθώ και θα τονίσω ότι όπως και στην ορχήστρα, δεν έχει σημασία μόνο τι παίζεις, αλλά και πώς ακούς τον διπλανό σου και συνυπάρχεις μαζί του. Ο τίτλος που μου απονέμετε σήμερα είναι υπόμνηση. Υπόμνηση πως η τέχνη δεν είναι ποτέ αυτοσκοπός, αλλά μια πράξη βαθιάς επικοινωνίας.
Είναι ευθύνη. Είναι στάση ζωής.
Και καθώς όλα αλλάζουν γύρω μας – τεχνολογία, ρυθμός, ο τρόπος που υπάρχουμε – η μουσική σαν αόρατη κλωστή μας καλεί να μείνουμε άνθρωποι. Αν έχω κάτι να πω στους νέους ανθρώπους που ξεκινούν τώρα το δικό τους ταξίδι, είναι αυτό: μη βιάζεστε να γίνετε κάτι. Επιτρέψτε στον εαυτό σας να ζήσει την περιπέτεια και κυρίως να νιώσει.
Να ακούει, να ψάχνει, να αποτυγχάνει, να συγκινείται.
Οι νότες θα έρθουν. Οι λέξεις θα έρθουν. Το πιο δύσκολο -και το πιο όμορφο -είναι να βρείτε τον δικό σας ήχο και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν κοιτάξετε κατάματα τον πόνο, αν είστε πάντοτε διψασμένοι για ζωή, αν τα βιώματά σας γίνουν οι μελωδίες σας.
Η αυλαία πάντα πέφτει. Οι συναυλίες τελειώνουν. Τα έργα κάποτε ξεχνιούνται. Αυτό που μένει είναι συνάντηση. Το βλέμμα του άλλου που συντονίστηκε για λίγο με το δικό μας. Αν η μουσική μου άγγιξε έστω και έναν άνθρωπο… τότε όλα είχαν νόημα…
Αυτός ο τίτλος δεν είναι για εμένα μόνο. Είναι για όλους όσοι πιστεύουν πως πολιτισμός μπορεί να είναι ακόμα φως. Κι αν αξίζει να διδάξουμε κάτι στις επόμενες γενιές, είναι αυτό:
Η μουσική είναι πατρίδα όλων μας.»
Πηγή: newsbomb.gr