Πετάγεται μηχανάκι από στοπ.
Ακούγεται δυνατό φρενάρισμα από αυτοκίνητο, που παραλίγο να το χτυπήσει.
Ο οδηγός βγάζει το χέρι έξω από το παράθυρο, ανοίγει καλά τη παλάμη και φωνάζει «Πάρ’ τα να μην στα χρωστάω».
Πρόκειται για καθημερινό περιστατικό και διάλογο στους δρόμους, όπου η μούτζα (συν. φάσκελο), χαρίζεται αφειδώς και χωρίς χρωστούμενα.
Μία από τις πλέον αγαπημένες χειρονομίες των Ελλήνων, που χρησιμοποιείται παντού για εκατομμύρια διαφορετικούς λόγους.
Οι ρίζες της μούτζας
Σύμφωνα με ερευνητές, η χειρονομία αυτή προέρχεται από την αρχαιότητα.
Ήταν χαιρετισμός προς τον Ήλιο.
Οι αρχαίοι σήκωναν τα χέρια τους με ανοιχτές τις παλάμες προς την πλευρά του ήλιου και έτσι επικαλούνταν το θεό τους.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι μούτζωναν και στα Ελευσίνια μυστήρια.
Συνόδευαν τη χειρονομία με κατάρες προς τον «κακό».
Ίσως, γι’ αυτό πολλοί σκύβουν, όταν τους μουτζώνουν.
Προσπαθούν να ξεφύγουν από τις κατάρες και την αρνητικότητα.
Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι στην αρχαιότητα, οι πολεμιστές που νικούσαν στη μάχη, άλειφαν το πρόσωπο των αιχμαλώτων τους που είχαν ηττηθεί, με περιττώματα.
Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι η μούτζα, προέρχεται από το Βυζάντιο.
Εφαρμοζόταν για ασήμαντα παραπτώματα, όπως οι μικροκλοπές και η μοιχεία.
Έδεναν τον κατηγορούμενο σε ένα γαϊδούρι ανάποδα και το περιέφεραν στους δρόμους.
Ο δικαστής έβαζε το χέρι του μέσα σε στάχτη και «μουτζούρωνε» το πρόσωπό του θύτη.
Με αυτό το τρόπο τον διαπόμπευαν και τον στιγμάτιζαν.
Η έννοια της μουντζούρας διατηρήθηκε και αργότερα.
Λέγεται ότι στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, άφηναν το αποτύπωμα της παλάμης που είχε αλειφτεί με πίσσα, στην είσοδο των οίκων ανοχής, για να δείξουν ότι αυτά τα σπίτια ήταν ανήθικα.
Συνέχεια άρθρου εδώ
Πηγή: valueforlife.gr